- ἁθροίζεσθαι
- ἀθροίζωgather togetherpres inf mp (attic)ἁθροΐζεσθαι , ἀθροίζωgather togetherpres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθροίζεσθαι — ἀθροίζω gather together pres inf mp ἀθροΐζεσθαι , ἀθροίζω gather together pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθήκω — (AM, Α ιων. τ. και κατήκω) φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ. β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.) μσν.… … Dictionary of Greek